- Φείδωνος
- Φείδωνoil-can with a narrow neckmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φείδωνος — φείδων oil can with a narrow neck masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδωνίδης — ὁ, Α (στην κωμωδία) ο γιος τού Φείδωνος, φιλάργυρου γέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό που απαντά στον Αριστοφάνη σχηματισμένο από τη λ. φείδων με την κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek